καλοταίριασμα

καλοταίριασμα
το [καλοταιριάζω]
τέλεια εναρμόνιση, συνταίριασμα, ευάρμοστος συνδυασμός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”